Ο Κωνσταντίνος Σφακιανούδης είναι ο Άγιος Βασίλης. Που σημαίνει ότι θα μπορούσε να είναι ο ένας από τους τρες ιεράρχες που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Δεν είναι επιπόλαιο και ύβρις να αποδίδεις αγιοσύνη σε έναν θνητό. Όταν η ψυχή σου έτσι σου υπαγορεύει, έτσι και νιώθεις.
Μια ιστορία θα σας διηγηθώ –σύντομα- σαν αυτές που συνοδεύουν τους ανθρώπους και συνθέτουν το κάρμα τους. Κάθε ιστορία είναι μοναδική, όπως και κάθε άνθρωπος.
Με την αγάπη της ζωής μου, τον έρωτά μου και σύντροφό μου συναντηθήκαμε μετά από πολλές περιηγήσεις και εμπειρίες ζωής με γεμάτα βιογραφικά. Αγαπούσαμε την οικογένεια και θέλαμε να γίνουμε γονείς, πάντα. Κανείς όμως δεν το αποφάσισε νωρίτερα. Γιατί ο ένας περίμενε τον άλλον. Αν αυτό δε γινόταν γονείς ίσως ποτέ να μη γινόμασταν.
Η επιθυμία για οικογένεια, η απόφαση, η χάραξη της κοινής πορείας ήρθαν σαν έτοιμες από καιρό στην κοινή μας ζωή.
Όμως.
Η λαχτάρα για τη μητρότητα και την πατρότητα όσο και μεγάλη να ήταν, έμοιαζε αδύνατη. Επισκέψεις, φαρμακευτικές αγωγές, εξετάσεις, αποτελέσματα, εξωσωματική γονιμοποίηση, αποτυχίες. Το καλοκαίρι του 2018 πήραμε μιαν ανάσα. Για να βουτήξουμε και πάλι στα βαθιά. Λίγο πριν φύγουμε για τις διακοπές τηλεφώνησα για πρώτη φορά στον Κωνσταντίνο Σφακιανούδη. Αναφέροντάς του εν συντομία το δρόμο που είχαμε διανύσει. Δύο ερωτήσεις μου έκανε και μου ζήτησε στο πρώτο ραντεβού να έχω μαζί μου αποτελέσματα συγκεκριμένων εξετάσεων. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη, βασική διαφορά. Κανείς άλλος από τους συναδέλφους του δεν είχε δώσει σημασία σε αυτές τις εξετάσεις.
Αρχές Σεπτεμβρίου του 2018 επισκεφτήκαμε τον Κωνσταντίνο Σφακιανούδη, τον επιστήμονα με τις εικόνες αγίων στο ιατρείο του, τον άνθρωπο με την σταθερή, ήρεμη φωνή. Φύσει ευγενής, λιτός και σίγουρος. Μας περιέγραψε την τροχιά. Και μας έδειξε, ότι μαζί θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε.
Όταν φύγαμε είχαμε αποφασίσει. Ό,τι μαζί του θα πορευτούμε. Έτσι κι έγινε. Δεν έχει κανένα νόημα να αναφέρω τις λεπτομέρειες – γιατί αυτό είναι για μένα πια – έχει όμως νόημα να τονίσω ότι τον εμπιστευτήκαμε γιατί εκείνος μας το χάρισε αυτό.
Πως μπορώ να ξεχάσω ότι κάθε που με ετοίμαζαν για ένα χειρουργείο, για μια ωοληψία, όταν έμπαινε μέσα το φως γινόταν πιο λαμπερό, η ψυχή μου ηρεμούσε και «κοιμόμουν» απέραντα ήρεμη; Πως μπορώ να ξεχάσω ότι μου φίλησε το χέρι όταν έκλαιγα; Ότι μου έδωσε πίσω τη χαμένη μου πίστη;
Στη δεύτερη -και τελευταία μαζί του –προσπάθεια πριν την επιτυχία μετά την εξέταση του πρότεινα να προχωρήσουμε με ξένα ωάρια. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Όχι. Και το εννοώ αυτό το όχι. Είναι αυτό που θα έλεγα στη γυναίκα μου, στην αδερφή μου. Άφησε με να κάνω αυτό που ξέρω και μετά θα σεβαστώ την επιθυμία σου. Τώρα όμως όχι».
Την ημέρα της εμβρυομεταφοράς φορούσα ένα μπλε φόρεμα, διάβαζα ένα βιβλίο όσο περίμενα και είχα για σελιδοδείκτη την εικόνα της Παναγίας της Διασώζουσας. Μπήκε στο δωμάτιο πάλι με ένα χαμόγελο λέγοντας τρυφερά «ας βάλουμε τα μωρά στα κρεβατάκια τους».
Ο Γιώργης μας σήμερα είναι 11 μηνών. Ήρθε στον κόσμο με φυσιολογικό τοκετό ένα ήρεμο χειμωνιάτικο πρωινό του Φεβρουαρίου. Ο Κωνσταντίνος Σφακιανούδης με τη χρυσή του μαία Διονυσία Μπίκου με βοήθησαν, τόσο όμορφα, να γεννήσω τη ζωή. Ο μπαμπάς μας κατέγραψε αυτό που ζήσαμε. Μια μέρα μετά ο ιατρός με τη μαία με επισκέφτηκαν στο δωμάτιο. Κρατούσα τον Γιώργη στην αγκαλιά. Και δίπλα είχα την εικόνα της Παναγίας της Διασώζουσας. Ο Κωνσταντίνος Σφακιανούδης κοίταξε την εικόνα, έκανε το σταυρό του, την πήρε στα χέρια του και τη φίλησε.
Σάββατο πρωί, στις αρχές του Γενάρη, γράφω αυτή την επιστολή ακούγοντας την ανάσα του ύπνου του Γιώργη μου από την ενδοεπικοινωνία. Βράζω το μοσχαράκι του για το μεσημέρι και τρέμω από το κλάμα. Από τη συγκίνηση, από τη χαρά που ο γιος μου και ο συνοδοιπόρος της ζωής μου κοιμούνται.
Άγιε μου Βασίλη σε ευχαριστώ για το θαυμαστό δώρο που με αξιωσες κάθε μέρα να ζω. Αιώνια ευγνώμων.
Ολυμπιάδα