Η μητρότητα είναι μία κατάσταση φυσική; Υπακούει στους νόμους της φύσης και του ενστίκτου; Υπάρχουν ρητοί νόμοι που ορίζουν την καλή μητέρα και την διακρίνουν από την κακή μητέρα;
Από τη στιγμή που η μητρότητα είναι μία ταυτότητα ή ένας ρόλος που φέρει μία γυναίκα, είναι αναπόφευκτο οι φυσικοί νόμοι να αντικαθίστανται από τον τρόπο που η κάθε μία ξεχωριστά διαλέγεται με τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις της. Μεταξύ της μητέρας και του παιδιού της λοιπόν υπάρχει εξ αρχής ένας τρίτος: η επιθυμία. Το παιδί θα εκλάβει μία αξία, μία συγκεκριμένη σημασία ταυτιζόμενο με το αντικείμενο της μητρικής επιθυμίας. Ένας τέταρτος όρος, ο πατέρας, θα προστεθεί σε αυτή τη σχέση.
Η μητέρα ως αυθύπαρκτη οντότητα διαδραματίζει έναν καθοριστικό ρόλο στην συγκρότηση του μικρού ανθρώπου. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του, θα είναι αυτή που θα το ικανοποιήσει αλλά και θα το ματαιώσει κάθε φορά που δεν θα απαντά αμέσως στο κλάμα του με μία αγκαλιά. Τότε η λεκτική απάντησή της θα αποτελέσει σημάδι αγάπης και θα ξεκινήσει έτσι το ταξίδι του παιδιού στον συμβολικό κόσμο, στον κόσμο της γλώσσας. Ο ρόλος του πατέρα θα είναι σε αυτό το ταξίδι υψίστης σημασίας καθώς ο μητρικός λόγος, η μητρική εκφορά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που ο πατέρας, σε θέση τρίτου, στερεί τη μητέρα από το παιδί1. Η διαμεσολάβηση του πατέρα προκαλεί τη στέρηση τόσο στη μητέρα όσο και στο παιδί. Με αυτόν τον τρόπο, ο πατέρας ή οποισδήποτε ή οτιδήποτε που έρχεται να θέσει ένα όριο στην μητρική “αδηφαγία”, στη δυσκολία της γυναίκας να αποδεχθεί την έλλειψη και το αδύνατο της πλήρους ικανοποίησης, συνιστά τον άλλον του νόμου, της απαγόρευσης.
Γιατί όμως είναι απαραίτητος ο νόμος που απαγορεύει; Μία μητέρα του καθήκοντος, της αγάπης δίχως ψεγάδι, δίχως έλλειψη και άλλη επιθυμία, φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με το άγχος να βρει το ίδιο διεξόδους διαφυγής από τον πλήρη μητρικό άλλο με τρόπους που ακριβώς αγχώνουν και επιζητούν αλλαγή στη συμπεριφορά εκ μέρους των φροντιστών του. Θα μπορούσε να είναι η περίπτωση ενός βρέφους που δεν τρώει ή που δεν ησυχάζει ποτέ προκαλώντας την αγωνία και την ενοχή της μητέρας και του πατέρα του. Και το ερώτημα που τίθεται είναι ακριβώς : «τι είναι για αυτό το παιδί η μητέρα του;» γιατί ακριβώς, η μητρική αγάπη μπορεί να λάβει πολλές μορφές, πολλές σημασίες για το παιδί. Τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του παιδιού καλούνται να ερμηνεύουν ξανά και ξανά τί μπορεί να χρειάζεται, τι μπορεί να λειτουργεί ικανοποιητικά ή όχι για το παιδί. Με άλλα λόγια, το παιδί, από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο, δρα απαντώντας στο θεμελιακό ερώτημα : «τι με θέλει αυτή η γυναίκα;» «τι θέλει από εμένα;». Δίνοντας σημασίες στο αινιγματικό ερώτημα της επιθυμίας της μητέρας το παιδί διερευνά τη φαντασίωση της μητέρας του για αυτό που ιδανικά περιμένει από το ίδιο, επιχειρώντας να ταυτιστεί με το εξιδανικευμένο αντικείμενο της φαντασίωσής της. Στην καλή περίπτωση, στην περίπτωση που η μητέρα δεν επιθυμεί μόνο το παιδί της αλλά και κάτι πέραν και έξω από αυτό, το παιδί δεν θα γίνει το αποκλειστικό αντικείμενό της και θα του επιτραπεί ο χώρος να αναπτυχθεί με βάση τις ρουτίνες ή τα ιδανικά που θα το καθορίσουν έκτοτε. Σε αυτήν την πορεία, πολλές θα είναι οι δυσκολίες και πολλά τα πισωγυρίσματα που ορίζουν αυτό που καλούμε δυναμική σχέση μεταξύ του νέου ανθρώπου και των σημαντικών άλλων που θα αποτελούν τη μήτρα των μετέπειτα σχέσεών του με τον κόσμο. Ένα υποστηρικτικό πλαίσιο είναι αυτό που αφουγκράζεται τις αντιδράσεις του παιδιού και διερευνά τα αίτιά τους με διακριτικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του νέου ανθρώπου.
- Το ζήτημα αυτό, η θέση που έχει ο τρίτος στη ζωή της μητέρας, είναι υψίστης σημασίας και χρήζει διεξοδικής μελέτης