Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας Μπαλαρίνος, που η ζωή του έφερε στο δρόμο του, τη Φακή. Ο Μπαλαρίνος και η Φακή αγαπήθηκαν τρελά και έγιναν ζευγάρι αχώριστο και ταιριαστό. Έχτισαν ένα σπίτι με κήπο γεμάτο λουλούδια και δέντρα όλων των ειδών. Το μόνο δέντρο που τους έλλειπε ήταν το δέντρο της «ζωής ενός παιδιού», που θα τους έκανε να πετούν στα σύννεφα από χαρά και θα τους έδενε ακόμα περισσότερο. Κάθε βράδυ έπεφταν να κοιμηθούν αγκαλιασμένοι και κάθε πρωί η Φακή έτρεχε στο παράθυρο να δει μήπως στον κήπο τους άρχισε να φυτρώνει το «ρόδι της ζωής». Μάταια όμως! Τα χρόνια περνούσαν και δεν κατάφερναν να δουν τον καρπό της αγάπης τους να φυτρώνει!!!!
Ο Μπαλαρίνος στριφογύριζε τραγουδώντας και γελώντας γύρω από την αγαπημένη του Φακή κάθε φορά που έβλεπε την απογοήτευση στα μάτια της. Αποφάσισαν λοιπόν, ένα φθινοπωρινό πρωινό να γυρίσουν όλους τους ειδικούς γεωπόνους, χημικούς και κηπουρούς για να βρουν το λόγο που δεν τα κατάφερναν. Κρατώντας στα χέρια της ένα φάκελο γεμάτο χαρτιά και αναλύσεις η Φακή προσπαθούσε να βρει τον κατάλληλο που θα τους βοηθούσε, θα τους έδινε απαντήσεις, θα τους έλεγε την αλήθεια, αλλά κυρίως θα τους στήριζε σε αυτό το όνειρο ζωής…….
Ένα βροχερό απόγευμα, βρέθηκε με την βοήθεια της κουμπαρομπεμπέκας Μαρουλένιας στον επίμονο Κηπουρό. Ο επίμονος Κηπουρός έβαλε τα μεγάλα κίτρινα γυαλιά του, κοίταξε με προσοχή τις εξετάσεις μα κυρίως διάβασε την τεράστια επιθυμία … Με ύφος σοβαρό και αδιαπραγμάτευτο είπε ότι δεν έχουν ούτε μία μέρα για χάσιμο και θα έπρεπε να τρέξουν όλοι για να δουν τι ακριβώς συμβαίνει, μιας και έβλεπε τη Φακή μας να μεγαλώνει.
Από εκείνη την ημέρα ο επίμονος Κηπουρός ερχόταν κάθε μήνα μαζί με την καλή νεραΐδα Φωτεινή να συναντήσουν την Φακή στον κήπο της. Κάθε μήνα και κάθε μήνα για τους επόμενους δώδεκα μήνες. Τίποτα δεν σταματούσε τον επίμονο Κηπουρό να επισκέπτεται τον κήπο, ούτε η βροχή, ούτε η ζέστη, αλλά ούτε και τα περίεργα και άσχημα νούμερα που έπαιρνε από τις αναλύσεις . Χόρευαν τα νούμερα πάνω από τον κήπο της Φακής… Η FSH (12, 13, 17, 16, 18, 20) και η ΑΜΗ ξεφύτρωναν κόκκινες και απειλητικές. Τότε η Φακή σκοτείνιαζε και η ψυχή της γινόταν μαύρη από τη στεναχώρια, όμως ο επίμονος Κηπουρός την κοιτούσε με τα τεράστια κίτρινα γυαλιά του και της έλεγε να τρέξουν να μαζέψουν και τον καρπό αυτού του μήνα και έβαζε τη νεραΐδα Φωτεινή να της κρατά το χέρι. Ένα σπόρο κάθε μήνα, επί δώδεκα μήνες.
Δύο φορές είχε φυτέψει τους σπόρους που είχε μαζέψει ο επίμονος Κηπουρός. Την πρώτη φορά ήταν την Άνοιξη τότε που η φύση ανθίζει και η δεύτερη φορά ήταν στις αρχές του Φθινοπώρου, αλλά μάταια.. τίποτα δεν είχε φυτρώσει!! Τη δεύτερη φορά η Φακή αισθάνθηκε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της, καμία ελπίδα, τίποτα να της δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσει!!! Ο επίμονος Κηπουρός και η κουμπαρομπεμπέκα Μαρουλένια δεν τόλμησαν ούτε στα μάτια να την κοιτάξουν… Δεν είχε όμως περιθώρια ούτε μία μέρα να θρηνήσει, έπρεπε να συνεχίσει να πολεμά και να αγωνίζεται.
Μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη ο επίμονος Κηπουρός ήρθε και πάλι να συναντήσει τη Φακή. Τα νέα που της έφερνε δεν ήταν καλά. Της ανακοίνωσε ότι οι μετρήσεις ήταν πάρα πολύ άσχημες και ο χρόνος λιγόστευε επικίνδυνα. Σκέφτηκε ότι πρέπει να την προειδοποιήσει και να της πει όλη την αλήθεια με νούμερα και αριθμούς και ας μην τα αγαπούσε. Της πρότεινε να αρχίσει να σκέφτεται και άλλους τρόπους προκειμένου να αποκτήσουν το «ρόδι της ζωής» με τον Μπαλαρίνο της… Η Φακή μας συννέφιασε, του θύμωσε και του είπε ότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται και να παλεύει όσο και μέχρι εκεί που μπορεί. Μάταια προσπάθησε να την πείσει ο επίμονος Κηπουρός ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Εκείνη την ημέρα η Φακή κλείστηκε στο δωμάτιό της και άρχισε να κλαίει. Ο Μπαλαρίνος έβλεπε τη Φακή να μαραζώνει και της μιλούσε για ταξίδια και για την αγάπη τους που δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο. Μάλιστα στην προσπάθειά του να απαλύνει τον πόνο της, της πρότεινε να πουν στον επίμονο Κηπουρό να σταματήσει να έρχεται. Η Φακή όμως, που πίστευε ότι μόνο ο επίμονος Κηπουρός θα μπορούσε να τους βοηθήσει, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Η κουμπαρομπεμπέκα Μαρουλένια της έλεγε να μην απελπίζεται και ότι θα βρεθεί ο καλός ο σπόρος, που θα της δώσει το ρόδι της ζωής.
Το κλάμα σταμάτησε μια εβδομάδα μετά. Ένα βράδυ καθώς ο ύπνος δεν μπορούσε να συναντήσει τη Φακή, που κοιτούσε έξω από το παράθυρο τον κήπο, είδε να τον φωτίζουν δύο φεγγάρια, αυτό που έβλεπε εκείνη από το παράθυρό της και αυτό κάτω στον κήπο που έβλεπε ο επίμονος Κηπουρός κάθε φορά που σκάλιζε τον κήπο. Καθώς η νύχτα βάθαινε είδε τα δυο φεγγάρια να γίνονται ένα, χαμογέλασε γλυκά και έκλεισε τα μάτια να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωινό η Φακή κρατώντας στα χέρια της ένα πουκάμισο, ένα παντελόνι, μια ζακέτα και ένα ζευγάρι πράσινα παλιά γυαλιά του Μπαλαρίνου, περίμενε με λαχτάρα και ανυπομονησία τον επίμονο Κηπουρό να του πει όλα όσα είδε το προηγούμενο βράδυ. Ήταν η πρώτη φορά που κοιτάχτηκαν στα μάτια, χαμογέλασαν και ξεκίνησαν πάλι με ζήλο να ψάχνουν το λόγο που δεν φύτρωναν οι σπόροι και ποια θα μπορούσε να είναι η αιτία. Κάθισε λοιπόν ο επίμονος Κηπουρός με τα σκαλιστήρια του να σκαλίζει το χώμα όλη μέρα και όλη νύχτα, γυρνώντας κάθε πλευρά του κήπου μέχρι να βρει την κατάλληλη θέση που θα έστηναν το Σκιάχτρο, αυτό που θα έδιωχνε τα πουλιά, προκειμένου να μην τρώνε τους σπόρους αφήνοντας το «ρόδι της ζωής» να φυτρώσει στον κήπο. Έντυσαν λοιπόν, το Σκιάχτρο με τα ρούχα του Μπαλαρίνου, κάθισαν και περίμεναν για να βεβαιωθούν ότι ούτε ο αέρας, ούτε η βροχή θα χαλούσε το Σκιάχτρο τους.
Δέκα μέρες πέρασαν και ένα πρωί του Δεκέμβρη κατέφτασαν στον κήπο ο επίμονος Κηπουρός με τη νεραΐδα Φωτεινή. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα καλάθι με τους σπόρους της Φακής, που με τόσο κόπο είχαν καταφέρει να μαζέψουν τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Ζήτησε από τον Μπαλαρίνο και τη Φακή να κατέβουν στον κήπο και να καθίσουν αγκαλιασμένοι πάνω από το σημείο, που είχε διαλέξει να φυτέψει τους σπόρους.
Οι μέρες περνούσαν η μία μετά την άλλη , ήρθαν τα Χριστούγεννα και τα δέντρα του κήπου γέμισαν στολίδια και λαμπάκια και το τελευταίο απόγευμα του χρόνου, λίγο πριν το λιόγερμα, η Φακή με τον Μπαλαρίνο της είδαν να ξεπροβάλει ένα μικρό δέντρο δίπλα στο Σκιάχτρο, εκεί που ο επίμονος Κηπουρός είχε φυτέψει τους σπόρους. Σάστισαν μέχρι να καταλάβουν τι γινόταν… Ο Μπαλαρίνος στροβιλίστηκε σαν μια μπάλα στο πράσινο γκαζόν και έτρεξε γρήγορα να πει τα καλά μαντάτα στον επίμονο Κηπουρό και την κουμπαρομπεμπέκα Μαρουλένια!!!!!
Από τότε πέρασαν εννέα μήνες και το «ρόδι της ζωής» που φύτρωσε στο κήπο τους, τους έδωσε ένα υπέροχο πράσινο μικρό Μπιζέλι!!!!!
Σας ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας επίμονε Κηπουρέ, Κώστα Σφακιανούδη για τη χαρά που μας δώσετε να ξυπνάμε το βράδυ από το κλάμα της μικρής μας!!!
Κωνσταντίνος & Ελένη & πράσινο μικρό Μπιζέλι