Η λαπαροσκόπηση και η υστεροσκόπηση αποτελούν, συχνά, αναπόσπαστο κομμάτι στη διερεύνηση και, πολλές φορές, στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας ενός ζευγαριού, και συγκεκριμένα της γυναίκας. Και οι δύο ανήκουν στην κατηγορία των ελάχιστα χειρουργικά επεμβατικών μεθόδων και πραγματοποιούνται με την ασθενή υπό γενική αναισθησία ή μέθη.
Περιληπτικά, κατά την διάρκεια της λαπαροσκόπησης ελέγχεται η κοιλιακή χώρα της γυναίκας. Αυτό επιτυγχάνεται με την είσοδο μιας κάμερας (λαπαροσκοπίου) στην κοιλιά της ασθενούς μέσω του ομφαλού της προς αναγνώριση ή επιβεβαίωση παθολογιών των έσω γεννητικών οργάνων, δηλαδή της μήτρας, των σαλπίγγων και των ωοθηκών, με σκοπό την αντιμετώπιση αυτών. Επιπροσθέτως, αποτελεί έναν χρήσιμο διαφοροδιαγνωστικό μέσο για τη διερεύνηση της ανεξήγητης υπογονιμότητας. Τέλος, ελέγχεται, εάν είναι αναγκαίο, η διαβατότητα των σαλπίγγων.
Οι πιο συνήθεις καταστάσεις, οι οποίες επηρεάζουν την γονιμότητα της γυναίκας ή μπορεί να οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής και αναγνωρίζονται μέσω της λαπαροσκόπησης είναι η ενδομητρίωση, οι υδροσάλπιγγες (ύπαρξη υγρού στις σάλπιγγες) και η απόφραξη των σαλπίγγων λόγω συμφύσεων. Η αντιμετώπιση των προαναφερθέντων παθολογιών γίνεται πάντα με γνώμονα την αύξηση της γονιμότητας της γυναίκας και, ιδιαιτέρως, στην περίπτωση της ενδομητρίωσης με σεβασμό ως προς τις ωοθηκικές εφεδρείες.
Με την διαδικασία της υστεροσκόπησης ελέγχεται η ενδομήτρια κοιλότητα της μήτρας και το ενδομήτριο με την χρήση κάμερας (υστεροσκοπίου). Είναι, ίσως, η πιο συχνά εκτελούμενη επέμβαση όσον αφορά την διερεύνηση της γυναικείας υπογονιμότητας. Κατά την διάρκεια της υστεροσκόπησης αναδεικνύονται και αντιμετωπίζονται παθολογίες του ενδομητρίου, όπως πολύποδες ή ινομυώματα που προβάλουν στην ενδομήτρια κοιλότητα και εμποδίζουν την εμφύτευση του εμβρύου.
Επιπροσθέτως, αναγνωρίζεται τυχόν ύπαρξη συμφύσεων ή ανατομικών ανωμαλιών της μήτρας που επηρεάζουν την δομή και αρχιτεκτονική του ενδομητρίου με αποτέλεσμα την υπογονιμότητα της γυναίκας. Τέλος, λόγω της άμεσης επισκόπησης του ενδομητρίου με το υστεροσκόπιο αναγνωρίζεται ύπαρξη ή όχι της ενδομητρίτιδος, υπό συγκεκριμένα διαγνωστικά και απεικονίστηκα κριτήρια, η οποία χρίζει αντιμετώπισης, καθώς επηρεάζει σημαντικά την εμφύτευση του εμβρύου και συχνά οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής.
Και οι δύο προαναφερθείσες χειρουργικές επεμβάσεις έχουν ως σκοπό την βελτίωση των πιθανοτήτων επίτευξης μίας επιθυμητής κύησης, είτε με φυσική σύλληψη είτε με εξωσωματική γονιμοποίηση, η οποία θα μπορέσει να εξελιχθεί ομαλά.